θεημάχος

θεημάχος
θεημάχος [ᾰ], ον, poet. for θεομ-, AP9.769 (Agath.);
A

φῦλα Γιγάντων Procl.H.7.8

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θεημάχος — θεημάχος, ον (Α) ιων. τ. τού θεομάχος* …   Dictionary of Greek

  • θεημάχος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεημάχον — θεημάχος masc/fem acc sg θεημάχος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεημάχα — θεημάχος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεημάχε — θεημάχος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεημάχους — θεημάχος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”